- γεροντόπαχο
- τοσυνηθέστ. γεροντόπαχα, τα το πάχος και η πλαδαρότητα που αποκτά κανείς σε γεροντική ηλικία: Λόγω καθιστικής δουλειάς απέκτησα γεροντόπαχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.